ὀρθομαντεία

ὀρθομαντεία
ὀρθομαντείᾱ , ὀρθομαντεία
true prophecy
fem nom/voc/acc dual
ὀρθομαντείᾱ , ὀρθομαντεία
true prophecy
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορθομαντεία — ὀρθομαντεία, ἡ (Α) αληθής προφητεία, αληθής μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + μαντεία] …   Dictionary of Greek

  • ὀρθομαντείας — ὀρθομαντείᾱς , ὀρθομαντεία true prophecy fem acc pl ὀρθομαντείᾱς , ὀρθομαντεία true prophecy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”